αλύμαντος

αλύμαντος
ος , ον неповреждённый, несломанный, целый, нетронутый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλύμαντος" в других словарях:

  • αλύμαντος — ἀλύμαντος ον (AM) [λυμαίνομαι] αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος …   Dictionary of Greek

  • ἀλύμαντος — unhurt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλύμαντος — η, ο απείρακτος, άβλαφτος: Οι σφραγίδες με το βουλοκέρι ήταν αλύμαντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλύμαντον — ἀλύμαντος unhurt masc/fem acc sg ἀλύμαντος unhurt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυμάντου — ἀλύμαντος unhurt masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυμάντους — ἀλύμαντος unhurt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύμαντα — ἀλύμαντος unhurt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»